ποθητός

ποθητός
-ή, -ό / ποθητός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ποθώ]
ο ποθούμενος, ο επιθυμητός (α. «ήλθεν η ποθητή ώρα», Κάλβ.
β. «για την ποθητήν Ελλάδα», Σολωμ.
γ. «ποθητὸν πρᾱγμα», επιγρ.)
νεοελλ.
1. αγαπητός («το ποθητό μου ταίρι»)
2. ως ουσ. ο αγαπημένος («εγώ είμαι, κόρη, ο άντρας σου κι εσύ είσαι η ποθητή μου», δημ. τραγούδι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποθητός — longed for masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθητός — ή, ό επιθυμητός, αγαπημένος, λατρευτός: Εγώ είμαι, κόρη, ο άντρας σου κι εσύ η ποθητή μου (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποθητά — ποθητός longed for neut nom/voc/acc pl ποθητά̱ , ποθητός longed for fem nom/voc/acc dual ποθητά̱ , ποθητός longed for fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθητῶν — ποθητός longed for fem gen pl ποθητός longed for masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθητόν — ποθητός longed for masc acc sg ποθητός longed for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθηταῖς — ποθητός longed for fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθητοῖς — ποθητός longed for masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθητοί — ποθητός longed for masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθητοῦ — ποθητός longed for masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποθητούς — ποθητός longed for masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”