- ποθητός
- -ή, -ό / ποθητός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ποθώ]ο ποθούμενος, ο επιθυμητός (α. «ήλθεν η ποθητή ώρα», Κάλβ.β. «για την ποθητήν Ελλάδα», Σολωμ.γ. «ποθητὸν πρᾱγμα», επιγρ.)νεοελλ.1. αγαπητός («το ποθητό μου ταίρι»)2. ως ουσ. ο αγαπημένος («εγώ είμαι, κόρη, ο άντρας σου κι εσύ είσαι η ποθητή μου», δημ. τραγούδι).
Dictionary of Greek. 2013.